.

.
Κάθε Δευτέρα στην Athens Voice (κλικ)

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

“Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ”

[Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο της εφημερίδας Athens Voice όπου μπορείτε να αφήσετε και τα δικά σας σχόλια.]


greenwald-miranda

Ο δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ για την αξία της ιδιωτικότητας στην ψηφιακή εποχή.


Τον Απρίλιο που μας πέρασε
ο ανοιχτά γκέι αμερικάνος δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για τις αποκαλύψεις του σχετικά με τη μαζική παρακολούθηση του διαδικτύου από τις αμερικάνικες και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Αποκαλύψεις που στηρίχτηκαν στα στοιχεία του Έντουαρντ Σνόουντεν, πρώην υπαλλήλου της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας των ΗΠΑ. Σήμερα ο Γκρίνγουολντ ζει στη Βραζιλία μαζί με τον σύντροφό του Ντέιβιντ Μιράντα (φωτογραφία επάνω), ο οποίος λόγω της σχέσης τους είχε την εμπειρία της κράτησης με βάση τις διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου την τελευταία φορά που ταξίδεψε στο Λονδίνο. Ο ίδιος ο Γκρίνγουολντ επιμένει ότι η ομοφυλοφιλία του επηρέασε τον τρόπο που ασκεί το δημοσιογραφικό λειτούργημα: «Αν είχα μεγαλώσει ως ετεροφυλόφιλος θα θεωρούσα ότι το κατεστημένο είναι ένα καλό πράγμα. Μάλλον θα έμπαινα στον πειρασμό να είμαι περισσότερο συμβατικός.»

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μια σύνοψη-μετάφραση ομιλίας που έδωσε πρόσφατα στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Μπορείτε να δείτε το βίντεο και να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο στα αγγλικά εδώ. Μεταξύ άλλων, η ομιλία αποτελεί και ένα σημαντικό μήνυμα προς τους νέους ανθρώπους που από πολύ τρυφερή ηλικία μαθαίνουν να θυσιάζουν την ιδιωτικότητά τους στον βωμό της ελευθερίας που τους παρέχει το ίντερνετ.


«Υπάρχει μια ολόκληρη κατηγορία από βιντεάκια στο YouTube που περιγράφουν μια εμπειρία γνωστή σε όλους μας. Σε αυτά τα βίντεο πρωταγωνιστούν άτομα που, πιστεύοντας ότι δεν τα παρακολουθεί κανείς, επιδίδονται σε κάποια συμπεριφορά που τους «εκθέτει» όπως να τραγουδάνε στο μπάνιο, να χορεύουν έξαλλα ή κάποιο ελαφράς μορφής σεξουαλικό παιχνίδι. Μέχρι που ανακαλύπτουν με φρίκη πως τελικά δεν είναι μόνοι, πως υπάρχει κάποιος που παραμονεύει και τους παρακολουθεί και αυτή η ανακάλυψη τους κάνει να σταματήσουν πάραυτα αυτό που έκαναν ως εκείνη τη στιγμή. Η έκφραση της ντροπής και της ταπείνωσης που αποτυπώνεται στο πρόσωπό τους είναι εξαιρετικά γλαφυρή. Είναι σαν να μας λένε «αυτό είναι κάτι που είμαι πρόθυμος να κάνω μόνο όταν κανένας άλλος δεν κοιτάει.»

Αυτή είναι η επιτομή της δουλειάς στην οποία έχω επικεντρωθεί τους τελευταίους 16 μήνες. Το ερώτημα «για ποιο λόγο η ιδωτικότητα έχει σημασία». Ένα ερώτημα που έχει λάβει διεθνείς διαστάσεις μετά τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους εν αγνοία του υπόλοιπου πλανήτη μετέτρεψαν το διαδίκτυο, ένα μέσο που μέχρι χτες θεωρούσαμε εργαλείο απελευθέρωσης και εκδημοκρατισμού της κοινωνίας, σε ζώνη μαζικής και αδιάκριτης παρακολούθησης χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη κοινωνία.

Μια επωδός που ακούγεται συχνά ακόμα και από ανθρώπους που δεν βλέπουν με καλό μάτι την υπόθεση της μαζικής παρακολούθησης, είναι ότι τελικά αυτή δεν είναι και τόσο επιζήμια αφού μόνο όσοι επιδίδονται σε εγκληματικές πράξεις έχουν συμφέρον να κρύβονται . Μια τέτοια κοσμοθεωρία στηρίζεται στο αξίωμα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη ανθρώπων στον κόσμο, οι «καλοί» και οι «κακοί». «Κακοί» είναι οι βίαιοι εγκληματίες και όσοι σχεδιάζουν τρομοκρατικές επιθέσεις. Αντίθετα «καλοί» είναι αυτοί που πηγαίνουν στις δουλειές τους, γυρνάνε σπίτι, μεγαλώνουν τα παιδιά τους, παρακολουθούν τηλεόραση. Δεν χρησιμοποιούν το ίντερνετ για να σχεδιάσουν τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά για να διαβάσουν τις ειδήσεις, να ανταλλάξουν συνταγές και να κανονίσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των παιδιών τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτα κακό και άρα δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται επειδή η κυβέρνηση τους παρακολουθεί.

Οι άνθρωποι που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να εκμηδενίζουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Ουσιαστικά αυτό που μας λένε είναι «έχω καταφέρει να μετατραπώ σε τόσο άχρωμο, άοσμο, ακίνδυνο και αδιάφορο άτομο που δεν έχω τίποτα να φοβάμαι όταν το κράτος γνωρίζει τα πάντα για μένα.» Τη νοοτροπία αυτή περιέγραψε σε μια συνέντευξή του το 2009 ο επί μακρόν διευθύνων σύμβουλος της Google Έρικ Σμιτ. Όταν τον ρώτησαν για τον ρόλο που παίζει η εταιρεία του στην καταγραφή των προσωπικών δεδομένων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, η απάντησή του ήταν: «Αν κάνεις κάτι που δεν θες οι άλλοι να ξέρουν, τότε ίσως είναι καλύτερο να μην το κάνεις καθόλου.»

...Τους τελευταίους μήνες οπουδήποτε στον κόσμο έχω πάει για να συζητήσω αυτό το θέμα, υπήρξαν πάντα κάποιοι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι δεν τους απασχολεί αφού οι ίδιοι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Όποτε ακούω κάτι τέτοιο, η αντίδρασή μου είναι πάντα η ίδια. Τους γράφω το e-mail μου και τους ζητάω να μου στείλουν όλους τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που τηρούν μαζί με τους κωδικούς τους. Όχι μόνο τους «καθώς πρέπει» που τηρούν στη δουλειά, αλλά όλους ανεξαιρέτως τους λογαριασμούς για να μπορέσω να μπαίνω μέσα όποτε θέλω, να διαβάζω τι γράφουν και να δημοσιεύω οτιδήποτε βρίσκω ενδιαφέρον. Αφού σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα δεν κάνουν τίποτα κακό και δεν έχουν τίποτα να κρύψουν.

Μέχρι στιγμής ούτε ένας δεν έχει αποδεχτεί την πρόκληση. Και ο λόγος είναι ότι ακόμα και όταν ισχυριζόμαστε ότι «δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε», ενστικτωδώς καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη σημασία έχει η ιδιωτικότητα. Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα και έχουμε ανάγκη να γνωρίζουν οι άλλοι τι λέμε και τι πιστεύουμε. Για αυτό τον λόγο δημοσιεύουμε οικειοθελώς πληροφορίες για τον εαυτό μας στο διαδίκτυο. Όμως εξίσου σημαντικό για να ζούμε ως ελεύθερα και ολοκληρωμένα ανθρώπινα όντα είναι να υπάρχει ένας χώρος όπου μπορούμε να εκφραστούμε προστατευμένοι από τα επικριτικά βλέμματα των άλλων. Ο λόγος που όλοι έχουμε ανάγκη ένα τέτοιο μέρος είναι ότι όλοι μας -όχι μόνο οι τρομοκράτες και οι εγκληματίες- έχουμε πράγματα που θέλουμε να κρατήσουμε για τον εαυτό μας. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που θα λέγαμε μόνο στον γιατρό, τον δικηγόρο μας, τον ψυχοθεραπευτή μας, τον σύντροφό μας ή τον κολλητό μας που θα μας τρομοκρατούσε η ιδέα να τα μάθει και ο υπόλοιπος κόσμος. Κάθε μέρα ξεχωρίζουμε ανάμεσα σε αυτά που λέμε, κάνουμε και πιστεύουμε ενώπιον των άλλων και σε αυτά που δεν θέλουμε οι άλλοι να γνωρίζουν. Ακόμα και όσοι ισχυρίζονται ότι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν, συνήθως διαψεύδονται από τις πράξεις τους.

Υπάρχει λόγος για αυτό. Και ο λόγος είναι ότι σε οποιοδήποτε περιβάλλον γνωρίζουμε πως μας παρακολουθούν, η συμπεριφορά μας αλλάζει δραματικά. Το φάσμα των συμπεριφορών που υιοθετούμε μειώνεται δραματικά. Είναι ένα δεδομένο της ανθρώπινης φύσης που αναγνωρίζεται από τις κοινωνικές επιστήμες, τη λογοτεχνία και τη θρησκεία. Υπάρχουν δεκάδες ψυχολογικές μελέτες που αποδεικνύουν πως όταν οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι τους παρακολουθούν, η συμπεριφορά τους γίνεται πολύ πιο συμβατική και πειθήνια. Το συναίσθημα της ντροπής και η επιθυμία να την αποφύγουμε είναι τόσο ισχυρό αντικίνητρο που οι επιλογές μας δεν διαμορφώνονται μόνο από τις δικές μας επιθυμίες, αλλά από τις προσδοκίες των άλλων και τις επιταγές της κοινωνίας ...Σε τέτοιο βαθμό που ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκό αναγνώριζε τη μαζική παρακολούθηση ως το κύριο εργαλείο κοινωνικού ελέγχου στις σύγχρονες κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Φουκό οι κοινωνίες αυτές δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν τις κλασικές μεθόδους της τυραννικής εξουσίας όπως είναι ο φυλακισμός και η εκτέλεση των αντιφρονούντων ή η επιβολή μιας δικτατορίας. Η μαζική παρακολούθηση δημιουργεί μια φυλακή του μυαλού που είναι πολύ πιο αποτελεσματικός τρόπος να επιβληθούν οι κοινωνικές νόρμες σε σχέση με την ωμή βία.

...Το συμπέρασμα στο οποίο έχουν καταλήξει όλοι αυτοί οι μελετητές είναι ότι μια κοινωνία όπου οι πάντες παρακολουθούνται ανά πάσα στιγμή είναι μια κοινωνία που τρέφει τη συμμόρφωση, την υπακοή και την υποταγή. Και αυτός είναι ο λόγος που ο κάθε τύραννος, φανερός ή κρυφός, στην πραγματικότητα επιθυμεί ένα τέτοιο σύστημα. Αντίθετα η δυνατότητα να μπορούμε να σκεφτόμαστε, να εκφραζόμαστε και να συζητάμε μακριά από τα επικριτικά βλέμματα των άλλων ευνοεί την αμφισβήτηση, την εξερεύνηση και τη δημιουργικότητα. Συναινώντας σε μια κοινωνία όπου οι πάντες παρακολουθούνται,συναινούμε στον ζωτικό περιορισμό του πεδίου της ανθρώπινης ελευθερίας.

Το τελευταίο σημείο που θέλω να τονίσω σχετικά με την ιδέα ότι ενδιαφέρονται για την ιδιωτικότητα μόνο όσοι έχουν κάτι να κρύψουν είναι ότι αυτή η ιδέα στέλνει δύο καταστροφικά μηνύματα. Το πρώτο είναι ότι όποιος ενδιαφέρεται για την ιδωτικότητα κατατάσσεται εξ ορισμού στους «κακούς». Και μπορεί για τον περισσότερο κόσμο «κακός» να είναι ένας βίαιος τρομοκράτης, όμως για την εξουσία «κακός» είναι όποιος την αμφισβητεί και αντιστέκεται σε αυτήν. Το δεύτερο μήνυμα είναι ότι ο μοναδικός τρόπος να μην ανησυχείς για τους κινδύνους της παρακολούθησης είναι να σε θεωρούν ακίνδυνο όσοι κρατούν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, η δυνατότητα αμφισβήτησης από αντιφρονούντες, δημοσιογράφους, ακτιβιστές κτλ. είναι ένα συλλογικό καλό που όλοι έχουμε συμφέρον να διατηρηθεί. Η ελευθερία μιας κοινωνίας δεν κρίνεται από πως αντιμετωπίζει τους καλούς και υπάκουους πολίτες, αλλά τους αμφισβητίες και τους αντιφρονούντες.

Όμως τελικά ο πιο σημαντικός λόγος είναι ότι η επίγνωση της μαζικής παρακολούθησης περιορίζει και τη δική μας ελευθερία και τις επιλογές μας με ένα σωρό τρόπους που δεν συνειδητοποιούμε καν. Η σοσιαλίστρια Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε πει κάποτε: «Όποιος δεν κινείται, δεν προσέχει τις αλυσίδες του.» Μπορούμε να κάνουμε πως δεν βλέπουμε τις αλυσίδες της μαζικής παρακολούθησης, όμως αυτό δεν κάνει λιγότερο ισχυρούς τους περιορισμούς που μας επιβάλλουν».